- νοσώδη
- νοσώδηςsicklyneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)νοσώδηςsicklymasc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)νοσώδηςsicklymasc/fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νοσώδης — ες (ΑΜ νοσώδης, ῶδες) [νόσος] 1. αυτός που προσβάλλεται από αρρώστιες συχνά, φιλάσθενος 2. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που επιφέρει ασθένειες, νοσηρός (α. «νοσώδες κλίμα» β. «ἔνιαι ῥίζαι γλυκεῑαι μέν, θανάσιμοι δὲ καὶ νοσώδεις» … Dictionary of Greek
καταστορέννυμι — (AM) μσν. καταστρώνω, εξαπλώνω αρχ. 1. εκτείνω, απλώνω κάτι από πάνω, καλύπτω, σκεπάζω με κάτι 2. στρώνω κάτι πάνω σε μια επιφάνεια 3. ξαπλώνω καταγής κάποιον, σκοτώνω κάποιον 4. (για θάλασσα) καταπραΰνω, καταπαύω τα κύματα 5. μτφ. καθιστώ κάτι… … Dictionary of Greek